- τηλεπόροις
- τηλέποροςfar-travellingmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλέπορος — ον, Α 1. αυτός που πορεύεται ή φθάνει μακριά («τηλέπορον βλήμα», Λυρ. Αδέσπ.) 2. αυτός που βρίσκεται πολύ μακριά, αυτός που απέχει πολύ, ή αυτός που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος (α. «τηλεπόροις δ ἐν ἄντροις», Σοφ. β. «τηλέπορος ᾅδης», Ορφ. Ύμν.).… … Dictionary of Greek